- ἀνεπίδοτος
- ἀν-επί-δοτος, nicht wachsend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπίδοτος — η, ο (Α ἀνεπίδοτος, ον) νεοελλ. 1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη 2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρα αρχ. αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν… … Dictionary of Greek
ανεπίδοτος — η, ο αυτός που δεν επιδόθηκε: Το τηλεγράφημα έμεινε δυο μέρες ανεπίδοτο, γιατί δε βρέθηκε κανείς στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίδοτον — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem acc sg ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδοτα — ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδοτοι — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος … Dictionary of Greek